κοσμοξακουσμένος

κοσμοξακουσμένος
κοσμοξακουσμένος, -η, -ο και κοσμοξάκουστος, -η, -ο
ο ξακουστός σ' όλο τον κόσμο, ο ένδοξος, ο διάσημος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοξακουσμένος — η, ο αυτός που έχει ακουστεί σε όλο τον κόσμο, ένδοξος, περιλάλητος …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοξάκουστος — η, ο κοσμοξακουσμένος …   Dictionary of Greek

  • κοσμοξάκουστος — η, ο βλ. κοσμοξακουσμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”